- κάτομβρος
- κάτομβροςrainymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάτομβρος — κάτομβρος, ον (ΑΜ) βροχερός («κάτομβρον ἔαρ», Γεωπ.) αρχ. 1. υγρός από τη βροχή, πολύ βρεγμένος («ἐὰν δὲ σφόδρα ἡ χώρα κάτομβρος ᾖ», Θεόφρ.) 2. (για τα μάτια) γεμάτος δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ομβρος (< ὄμβρος), πρβλ. έπ ομβρος, σύν… … Dictionary of Greek
κάτομβρον — κάτομβρος rainy masc/fem acc sg κάτομβρος rainy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόμβρου — κάτομβρος rainy masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτομβρα — κάτομβρος rainy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατομβρία — κατομβρία, ἡ (Μ) [κάτομβρος] η ραγδαία βροχή … Dictionary of Greek
όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου … Dictionary of Greek